ἀπολούσῃ

ἀπολούσῃ
ἀπόλλυμι
destroy utterly
fut part act fem dat sg (attic epic)
ἀπολούσηι , ἀπόλουσις
ablution
fem dat sg (epic)
ἀπολούω
wash off
aor subj mid 2nd sg
ἀπολούω
wash off
aor subj act 3rd sg
ἀπολούω
wash off
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • απόλουση — Τελετή της Ανατ. Ορθόδοξης και της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας, συνέχεια του μυστηρίου του βαπτίσματος. Ο νέος χριστιανός ραίνεται από τον ιερέα με το αγιασμένο νερό και σκουπίζεται στα κυριότερα μέλη του σώματός του. Παλαιότερα, η τελετή αυτή… …   Dictionary of Greek

  • Κοράνι — Το ιερό βιβλίο του ισλαμισμού, για το οποίο οι μουσουλμάνοι πιστεύουν ότι αποκαλύφθηκε από τον Θεό στον Μωάμεθ, μέσω του αρχαγγέλου Γαβριήλ. Η ονομασία Κ. ή Κοράνιο (αραβικά Κουράν, Qur’an) προέρχεται από το αραβικό ρήμα κάρα, που σημαίνει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”